- άλλομαι
- ἅλλομαι (Α)1. (για έμψυχα και άψυχα) αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι2. υπερβαίνω, υπερπηδώ3. (για ήχο) ξεπηδώ, αντηχώ4. (για μέλη τού ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, τρέμω5. φρ. «ἅλλομαι ἐπί τινι», εφορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου6. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο όνομα Εφιάλτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ. που ανάγεται σε *ἅλ-jομαι και συνδέεται ετυμολογικά με το λατ. salio «πηδώ» και πιθ. με το αρχ. εκκλ. σλαβικό slβpati «ἅλλομαι» και το σλοβένικο slap (< *solpo-) «καταρράκτης, χείμαρρος, μεγάλο κύμα». Στον Όμηρο παράλληλα προς τον τ. αορ. ἥλατο απαντούν οι τ. ἄλτο, ἄλμενος, υποτ. ἄλεται, ἄληται με αιολική ψίλωση. Οι δε ομηρ. αόρ. ἔπ-αλτο (του ρ. ἐφ-άλλομαι) και ἀν-έπ-αλτο (τού ρ. ἀν-εφ-άλλομαι) συνδέθηκαν με το ρ. πάλλω, πάλλομαι «κραδαίνω, σείω, τινάζω», κι έτσι δημιουργήθηκε ο ποιητ. αόρ. πάλτο «αναπηδώ, σκιρτώ». Στην αττική διάλεκτο παράλληλα προς τον τ. ἅλλομαι χρησιμοποιήθηκε ο ρημ. τ. πηδῶ (-άω), ο οποίος και επικράτησε.ΠΑΡ. ἅλμα, ἁλτήρ, ἁλτικόςαρχ.ἅλσιςνεοελλ.άλτης.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀνάλλομαι, ἀφάλλομαι, διάλλομαι, εἰσάλλομαι, ἐνάλλομαι, ἐφάλλομαι, καθάλλομαι, μεθάλλομαι, προάλλομαι, προσάλλομαι, συνάλλομαι, ὑπεράλλομαι, ὑφάλλομαι].
Dictionary of Greek. 2013.